- φεγγοβόλημα
- το, -ατοςβλ. φεγγοβολιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φεγγοβολιά — φεγγοβολιά, η και φεγγοβολιά, η και φεγγοβολή, η και φεγγοβόλημα, το ζωηρό φέγγος ή λάμψη, φωτοβολία, ακτινοβολία, μαρμαρυγή: Το φεγγοβόλημα του Αυγερινού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαυγή — η (Α) αστραπή, φεγγοβόλημα … Dictionary of Greek
λαμπύρισμα — το [λαμπυρίζω] το να λαμπυρίζει κάτι, διακοπτόμενο φεγγοβόλημα … Dictionary of Greek
φρυκτώρημα — ήματος, τὸ, Μ [φρυκτωρῶ] λάμψη, φεγγοβόλημα … Dictionary of Greek
σελάγισμα — το, ατος και σελαγισμός, ο λάμψη, φεγγοβόλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωτοβολία — φωτοβολία, η και φωτοβολιά, η η ιδιότητα του φωτοβόλου (βλ. λ.), λάμψη, ακτινοβολία φωτός, φεγγοβολήμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)